αλλοιοτροπώ

αλλοιοτροπώ
ἀλλοιοτροπῶ (-έω) (Α) [ἀλλοιότροπος]
1. αλλάζω μορφή, χρώμα
2. παθ. παίρνω ποικίλες μορφές, μεταβάλλομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλλοιότροπος — ἀλλοιότροπος, ον (Α) αυτός που συχνά μεταβάλλει φύση διαφορετικός, μεταβαλλόμενος, ευμετάβολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοῖος + τρόπος. ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοιοτροπία, ἀλλοιοτροπῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”